- λυμαντήριος
- λῡμ-αντήριος, α, ον,A injurious, destructive,
δεσμά A.Pr.991
: c. gen., destroying, ruining,γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438
;τῶνδε οἴκων Id.Ch.764
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσμά A.Pr.991
: c. gen., destroying, ruining,γυναικὸς τῆσδε Id.Ag.1438
;τῶνδε οἴκων Id.Ch.764
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυμαντήριος — λυμαντήριος, ία, ον (Α) [λυμαντήρ] ολέθριος, βλαπτικός, φθοροποιός, καταστρεπτικός («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λυμαντήριος — λῡμαντήριος , λυμαντήριος injurious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαντήριον — λῡμαντήριον , λυμαντήριος injurious masc acc sg λῡμαντήριον , λυμαντήριος injurious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
λυμαντικός — λυμαντικός, ή, όν (Α) [λυμαντής] λυμαντήριος* («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.) … Dictionary of Greek
λυμαντήρια — λῡμαντήρια , λυμαντήριος injurious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)